- δε(ν)
- αρνητικό μόριο που χρησιμοποιείται μπροστά από το ρήμα: Δε θα το κάνω. – Δεν ακούς;
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.